- πέδονδε
- Α(τοπ. επίρρ.) προς το έδαφος, προς τα κάτω2. στην πεδιάδα, στον κάμπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόν-δε)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέδονδε — to the ground indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδόσε — πέδονδε to the ground indeclform (adverb) πεδόσε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πεδόσ' — πεδόσε , πέδονδε to the ground indeclform (adverb) πεδόσε , πεδόσε indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)